Το γράμμα του πατέρα:
Πολυαγαπημένα μου παιδιά, πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια μακρυά σας, μακρυά από την ανάσα σας, από την καθημερινότητά σας, από το μοίρασμα των προβληματισμών σας, από το στήριγμα και την παρουσία σας. Ποτέ δεν σας κάκισα, ακόμα και όταν σας έφερναν στα δικαστήρια για να πείτε οτι προτιμάτε τη μαμά ενώ η καρδούλα σας έλεγε το αντίθετο, ακόμα και όταν σας ρομποτοποίησηαν και πολτοποίησαν τα συναισθήματά σας, ακόμα και όταν ισοπέδωσαν τον πολύ σημαντικό ρόλο που παίζω στη ζωή σας. Η επιστήμη λέει οτι αποκτήσατε το 'Σύνδρομο Γονικής Αλλοτρίωσης-Αποξένωσης' αλλά ούτε οι φίλοι, οι γνωστοί, οι δάσκαλοι και οι δικαστές δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει. Δεν καταλαβαίνουν ότι αποκτήσατε πρόβλημα για όλη τη ζωή σας, ότι σας προξένησαν το μεγαλύτερο, απάνθρωπο και στυγνό έγκλημα ενώ θα έπρεπε να σας προστατεύσουν και να δεχθούν τις δεκάδες μαρτυρίες, τα δεκάδες έγγραφα, τις εκατοντάδες καταθέσεις και μελέτες ώστε να προστατευτείτε, ώστε να μη σας κόψουν το νήμα σας έδενε με το πιο αγαπημένο σας πρόσωπο, αυτόν που σας μεγάλωσε με θυσίες, με όνειρα για το μέλλον σας, με αφοσίωση, με θυσίες τόσο στην επαγγελματική του ζωή όσο και στην κοινωνική και οικονομική. Ηθελαν απλώς να σας καταστρέψουν. Να ζείτε μίζερα, να αποκτήσετε προβλήματα, ήθελαν να με κάνουν να υποκύψω σε εκβιασμούς και δεν απαοσκοπούσαν στο υπέρτατο συμφέρον σας αλλά μόνο στη δικαίωση μιας 'κακιάς' μάνας.
Πίστεψαν οτι το χρήμα είναι υπέρτερο αγαθό από την ψυχική ισορροπία, από την μάθηση, από τον πολιτισμό που θα σας έδινα. Πίστεψαν οτι με τους 'νόμους' θα σας πάρουν από κοντά μου. Οτι θα βουλιάξουν τη δύναμη της ψυχής μου. Πίστεψαν οτι θα 'κερδίσουν' εξαφανίζοντάς με, οτι θα σκοτώσουν την αγάπη μου προς εσάς, βάζοντας στο στόμα σας λόγια που δεν πιστεύετε, πράγματα που φαντάστηκαν οτι έγιναν προβάλλοντας προφανώς τον κακό εαυτό τους που κομπλεξικές δικαστίνες και εισαγγελείς, προφανώς από άγνοια αλλά και από κακία, από μιζέρια, από ανύπαρκτες υποθέσεις και κακόπιστες ψευδομαρτυρίες, από κακή εφαρμογή των νόμων, από εκμετάλλευση της ανυπαρξίας του Κράτους, των υπηρεσιών του και της κακής ψυχική υγείας της μάνας σας, από ανώμαλες διαθέσεις του δικηγόρου, από απατεώνες που εκμεταλλεύθηκαν το προβληματικό 'σύστημα' και σας κατέστρεψαν. Πολυαγαπημένα μου παιδιά, ποτέ δεν σας εγκαταλείψω, ποτέ δεν θα σας ξεχάσω, ποτέ δεν θα αφήσω κανένα να μιλά για εσάς ακόμα και εάν περάσουν από το πτώμα μου, ακόμα και στην ύστατη στιγμή μου. Ο μπαμπάς είναι εδώ, όταν θα τον χρειαστείτε. Ο μπαμπάς δεν σας ξεχνά και μη πιστεύετε κανένα παρά μόνο τη καρδιά σας. Ο μπαμπάς σας αγαπά και σας περιμένει.
Γράμμα γιαγιάς:
Πολυαγαπημένα εγγόνια. Τι σας έκανα και δεν μου μιλάτε? Γιατί δεν έρχεστε να σας δω? Τώρα που είμαι στα στερνά μου και θέλω να σας σφίξω στην αγκαλιά μου, να σας δώσω τις τελευταίες συμβουλές ώστε ν'αντιμετωπίσετε τη ζωή με αισιοδοξία και δύναμη, με πρότυπα, με μόρφωση. Ποιός σας δηλητηρίασε και σας αποξένωσε? Θυμάστε τι ωραία περνούσαμε μαζί? Πόσο σας αγαπώ και σας σκέφτομαι? Σας χώρισας από εμένα ενώ δεν φταίτε σε τίποτα να έχετε μίσος. Δεν μπορείτε να ευτυχίσετε μέσα στο μίσος. Δεν καταλαβαίνετε τι είναι κακό και καλό επείδή χώρισαν οι γονείς σας. Θέλησαν να σας καταστρέψουν με πλύση εγκεφάλου, με γκεμπελικές μεθόδους (πες, πες, το ψέμα, γίνεται αληθινό). Οι συκοφαντίες και οι κακίες που σας πότισαν, δεν είναι προς το καλό σας και το συμφέρον σας. Προσπάθησαν μάλιστα να σας διχάσουν και να πουν οτι δεν σας αγαπώ εξίσου, ενώ γνωρίζετε πολύ καλά τον πόνο μου για εσάς. Σας βλέπω μόνο στη φωτογραφία και κλαίω. Κλαίω για την κατάντια μας, τη κατάντια σας, την κατάντια της χώρας μας που είναι ανίκανη να σας προστατεύσει και να δει το πραγματικό σας συμφέρον. Τα χρήματα δεν κάνουν τον άνθρωπο. Μοιάζετε με τον παππού σας τόσο πολύ.
Καταριέμαι τη δικαιοσύνη και τους δικαστές και εισαγγελείς που ‘χτύπησαν’ το μπαμπά σας τόσο πολύ και τον κατέστρεψαν ακούγοντας τον απατεώνα δικηγόρο της μαμάς σας που φρόντισε να πει παραμύθια ενάντια στο στήριγμά σας και τον πατέρα που σας ανέθρεψε, που σας αγάπησε όσο τίποτα στο κόσμο.
Θα είμαι πάντα ο άγγελος - βοηθός σας όπου και αν βρίσκεστε. Η γιαγιά σας.
Μανούλα μου,
Μην αφήνεις το μίσος σου να με απομακρύνει από τον μπαμπά μου.
Μη με χωρίζεις από τον πατέρα μου, τον χρειάζομαι.
Θέλω να τον βλέπω, θέλω να παίζω με τον μπαμπά μου. Θέλω να παίζουμε μπάλα, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, να κάνουμε βόλτες με το αυτοκίνητο.
Θέλω να σας έχω μαζί και τους δυο, αφού όμως δεν γίνεται, άσε με να τον βλέπω.
Μην κατηγορείς τον μπαμπά μου, μανούλα. Ξέρω, δεν είναι ο καλύτερος, αλλά για μένα είναι ο θεός μου.
Μανούλα μου,
Σε λατρεύω, το ξέρεις, αλλά μη με βάλεις να διαλέξω ανάμεσά σας. Σας αγαπάω και τους δυο. Σας αγαπάω τόσο πολύ.
Μανούλα, ξέρεις, σε προσέχω τον τελευταίο καιρό, είσαι τόσο όμορφη, αλλά όταν μιλάς για τον μπαμπά ασχημαίνεις, σε φοβάμαι μανούλα.
Μανούλα μου, ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω, αλλά άσε με να αγαπάω τον μπαμπά μου, μην μπαίνεις ανάμεσά μας.
Πονάω μανούλα, τα βράδια που με κοιμίζεις, κάνω ότι κοιμάμαι, αλλά μετά κλαίω, κλαίω βουβά για να μη μ’ ακούσεις. Κλαίω μέχρι που δεν αντέχω άλλο.
Μανούλα, ζηλεύω τους συμμαθητές μου που έχουν τον μπαμπά τους. Ντρέπομαι να πω ότι δεν βλέπω τον μπαμπά μου.
Μανούλα, προχτές ο Γιώργος πήγε με τον μπαμπά του στο λούνα Παρκ και ήθελα να πάω κι εγώ με τον μπαμπά μου και είπα στον Γιώργο ότι εμένα θα με πάει ο μπαμπάς μου αύριο. Μανούλα, θα πω ψέματα στον Γιώργο ότι πήγα με τον μπαμπά μου. Μανούλα, άρχισα να λέω ψέματα.
Μανούλα, θέλω κι εσένα και τον μπαμπά μου. Αφού δεν μπορείτε να είστε μαζί, μη με βάζετε ανάμεσά σας.
Μανούλα, σας αγαπάω τόσο, τόσο πολύ.
Μανούλα, ο μπαμπάς μου, μου λείπει.
(ΠΗΓΗ: ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ INTERNATIONAL OBSERVATORY FOR ALIENATION)
«Εχασε» τον πατέρα της στην τρυφερή ηλικία των επτά ετών. Ουσιαστικά τον ξαναβρήκε κατά την περίοδο των φοιτητικών της χρόνων. Πριν από δύο χρόνια έμειναν μαζί για περίπου έξι μήνες και από τότε έγιναν αχώριστοι. Η κυρία Ε., 30 ετών σήμερα, είναι ένα από τα χιλιάδες παιδιά στην Ελλάδα που αποξενώνονται από τον έναν γονέα όταν το ζευγάρι παίρνει διαζύγιο. Η αποξένωση, σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν είναι αποτέλεσμα της χιλιομετρικής απόστασης _ όπως πολλοί πιθανόν να πιστεύουν _ αλλά της συναισθηματικής. Ο γονιός ο οποίος αναλαμβάνει την επιμέλεια του παιδιού το απομακρύνει από τον πρώην σύζυγό του, δηλητηριάζοντας κάθε λεπτό την ευαίσθητη παιδική ψυχή του, λέγοντάς του, για παράδειγμα, ότι ο πατέρας του το εγκατέλειψε, δεν θέλει να το δει, δεν ενδιαφέρεται, ακόμη κι αν η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ίδιο το παιδί δένεται με την μητέρα, εν προκειμένω, κυρίως από ανάγκη. Δημιουργείται μια σχέση εξάρτησης μεταξύ τους. Εγκλωβίζεται σε αυτή τη σχέση και δέχεται την αλήθεια της μητέρας του κυρίως διότι φοβάται ότι αν εκφέρει διαφορετική γνώμη θα την πληγώσει και, το χειρότερο, ότι μπορεί να το εγκαταλείψει κι αυτή.
Στις περιπτώσεις αυτές η υπόθεση του διαζυγίου δεν αφορά μόνο το ζευγάρι αλλά και το ίδιο το παιδί, αφού αναγκάζεται μέσα από την «πλύση εγκεφάλου» στην οποία υποβάλλεται να ρίξει «μαύρη πέτρα» στον έτερο γονέα.
«Είμαι κι εγώ μία από τις δύσκολες περιπτώσεις αποξένωσης από τον πατέρα μου. Ήταν μια κατάσταση που διαιωνιζόταν...», λέει η κυρία E., ψυχολόγος στο επάγγελμα με μεταπτυχιακές σπουδές στην αναπτυξιακή (παιδική) ψυχοπαθολογία. Σκέφτεται ότι τα βιώματά της, ως παιδί, ήταν αυτά που μπορεί να έπαιξαν ρόλο στην επαγγελματική της επιλογή.
«Μετά το διαζύγιο των γονιών μου, εγώ τότε ήμουν επτά ετών, έμεινα με την μητέρα μου», θυμάται. «Τα πρώτα επτά χρόνια δεν ήταν ρόδινα. Υπήρχαν τσακωμοί μεταξύ των γονιών μου. Χώρισαν και άρχισε σιγά σιγά η προπαγάνδα από την πλευρά της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ήθελε και προσπαθούσε να με δει, αλλά εγώ δεν ήθελα να του μιλήσω. Η μητέρα μου μού είχε κάνει "πλύση εγκεφάλου". Μου έλεγε ότι ο πατέρας μου δεν ενδιαφερόταν για μένα κι αυτό ήταν κάτι το οποίο με πλήγωνε, διότι η σχέση που είχα με τον πατέρα μου πριν το διαζύγιο ήταν υπέροχη, αγαπησιάρικη... Πέρασα άσχημες στιγμές. Τα συναισθήματα εναλλάσσονταν. Άλλοτε, ένιωθα απόγνωση και εξάρτηση, καθώς πίστευα ότι δεν είχα αλλού να στραφώ παρά μόνο στη μητέρα μου, άλλοτε θλίψη. Όταν μου έλεγε η μητέρα μου ότι ο πατέρας μου δεν με ήθελε στεναχωριόμουν και ένιωθα ότι δεν είχα πουθενά αλλού να πάω. Ήμουν εγκλωβισμένη, έπρεπε να ακολουθήσω την επιθυμία της μητέρας μου. Αυτό συμβαίνει στα παιδιά που υφίστανται συναισθηματική κακοποίηση, διότι περί αυτού πρόκειται...».
Τα χρόνια περνούσαν και ο πατέρας της κυρίας E.συνέχιζε να προσπαθεί να τη δει, να της μιλήσει. Εκείνη όμως, ήταν ανένδοτη. «Υπήρξε και διάστημα τριών ετών κατά το οποίο δεν είδα τον μπαμπά μου παρότι ζούσε κι αυτός στην ίδια πόλη. Μου τηλεφωνούσε, κάποιες φορές πολύ συγκινημένος, εγώ όμως του το έκλεινα με απίστευτη σκληρότητα. Όλη αυτή συμπεριφορά είναι προϊόν προπαγάνδας. Το παιδί δεν γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Άλλα βλέπει, αλλά του λέει η μητέρα του. Βρίσκεται σε τρομερή συναισθηματική σύγχυση η οποία κανείς δεν ξέρει που μπορεί να το οδηγήσει».
Τελειώνει το σχολείο, με ένα πατρικό είδωλο γκρεμισμένο, και μεταβαίνει στην Αγγλία για σπουδές. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πιο ώριμη και για πρώτη φορά μακριά από τη μητέρα της, προσπαθεί να πλησιάσει σε συναισθηματικό επίπεδο τον πατέρα της. Η μητέρα της το αντιλαμβάνεται και, με τον τρόπο της, την αποκόβει. «Σε μένα οφείλεις ό,τι είσαι σήμερα. Πως μπορείς και μου γυρνάς την πλάτη», της έλεγε γεμίζοντάς της ενοχές μόνο και μόνο επειδή επιθυμούσε να μιλήσει με τον πατέρα της.
Η κυρία E. επιστρέφει στην Ελλάδα αποφασισμένη να δει τον πατέρα της. «Δεν υπήρξε κάποια αφορμή, παρά μόνο ότι μου έλειπε πολύ. Πήγα στο σπίτι του και τον είδα, μιλήσαμε, αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε... Ξαφνικά σαν να ξεκαθάρισαν όλα μέσα μου. Τα μάτια μου, τα μάτια της ψυχής μου άνοιξαν και είδα το μεγαλείο του πατέρα μου, πόσο υπέροχος άνθρωπος ήταν. Κατάλαβα ότι δεν με εγκατέλειψε, δεν ήθελε να με χάσει... Με τη μητέρα μου είχε χωρίσει, όχι μαζί μου. Μου ζήτησε να μείνουμε ένα μικρό διάστημα μαζί για να ξαναβρεθούμε ως πατέρας και κόρη. Μείναμε μαζί έξι μήνες και ήταν σαν να συνεχίσαμε τη σχέση μας εκεί που την είχαμε αφήσει πριν από 21 χρόνια. Τότε γνώρισα και όλη την οικογένειά μου από την πλευρά του πατέρα μου, τους θείους μου, τα ξαδέρφια μου. Τη γιαγιά μου όμως, δεν την πρόλαβα... Απ' όλους αυτούς τους ανθρώπους η μητέρα μου με είχε αποξενώσει, διότι ουδέποτε ήθελε σχέσεις με το σόι του πατέρα μου».
Σήμερα, ζει μόνη της, με τον πατέρα της όμως βλέπονται καθημερινά. «Δεν έχω πολλές επαφές με τη μητέρα μου, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια σύγκρουση μεταξύ μας. Ακόμη και τώρα θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο της ζωής μου. Δεν έχει καταλάβει τίποτα. Θέλει το τρομαγμένο και εξαρτημένο παιδί που ήμουν κάποτε. Δεν χαίρεται με την ευτυχία μου. Έχω καταλάβει ότι η ευχάριστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα παιδί είναι ενοχλητική για ορισμένες μητέρες. Δεν θέλουν την καλή σχέση του παιδιού τους με τον πατέρα του. Το καλό ή το κακό του παιδιού τους δεν τις αφορά. Το μόνο που θέλουν είναι να περισώσουν τον εαυτό τους...».
Πολυαγαπημένα μου παιδιά, πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια μακρυά σας, μακρυά από την ανάσα σας, από την καθημερινότητά σας, από το μοίρασμα των προβληματισμών σας, από το στήριγμα και την παρουσία σας. Ποτέ δεν σας κάκισα, ακόμα και όταν σας έφερναν στα δικαστήρια για να πείτε οτι προτιμάτε τη μαμά ενώ η καρδούλα σας έλεγε το αντίθετο, ακόμα και όταν σας ρομποτοποίησηαν και πολτοποίησαν τα συναισθήματά σας, ακόμα και όταν ισοπέδωσαν τον πολύ σημαντικό ρόλο που παίζω στη ζωή σας. Η επιστήμη λέει οτι αποκτήσατε το 'Σύνδρομο Γονικής Αλλοτρίωσης-Αποξένωσης' αλλά ούτε οι φίλοι, οι γνωστοί, οι δάσκαλοι και οι δικαστές δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει. Δεν καταλαβαίνουν ότι αποκτήσατε πρόβλημα για όλη τη ζωή σας, ότι σας προξένησαν το μεγαλύτερο, απάνθρωπο και στυγνό έγκλημα ενώ θα έπρεπε να σας προστατεύσουν και να δεχθούν τις δεκάδες μαρτυρίες, τα δεκάδες έγγραφα, τις εκατοντάδες καταθέσεις και μελέτες ώστε να προστατευτείτε, ώστε να μη σας κόψουν το νήμα σας έδενε με το πιο αγαπημένο σας πρόσωπο, αυτόν που σας μεγάλωσε με θυσίες, με όνειρα για το μέλλον σας, με αφοσίωση, με θυσίες τόσο στην επαγγελματική του ζωή όσο και στην κοινωνική και οικονομική. Ηθελαν απλώς να σας καταστρέψουν. Να ζείτε μίζερα, να αποκτήσετε προβλήματα, ήθελαν να με κάνουν να υποκύψω σε εκβιασμούς και δεν απαοσκοπούσαν στο υπέρτατο συμφέρον σας αλλά μόνο στη δικαίωση μιας 'κακιάς' μάνας.
Πίστεψαν οτι το χρήμα είναι υπέρτερο αγαθό από την ψυχική ισορροπία, από την μάθηση, από τον πολιτισμό που θα σας έδινα. Πίστεψαν οτι με τους 'νόμους' θα σας πάρουν από κοντά μου. Οτι θα βουλιάξουν τη δύναμη της ψυχής μου. Πίστεψαν οτι θα 'κερδίσουν' εξαφανίζοντάς με, οτι θα σκοτώσουν την αγάπη μου προς εσάς, βάζοντας στο στόμα σας λόγια που δεν πιστεύετε, πράγματα που φαντάστηκαν οτι έγιναν προβάλλοντας προφανώς τον κακό εαυτό τους που κομπλεξικές δικαστίνες και εισαγγελείς, προφανώς από άγνοια αλλά και από κακία, από μιζέρια, από ανύπαρκτες υποθέσεις και κακόπιστες ψευδομαρτυρίες, από κακή εφαρμογή των νόμων, από εκμετάλλευση της ανυπαρξίας του Κράτους, των υπηρεσιών του και της κακής ψυχική υγείας της μάνας σας, από ανώμαλες διαθέσεις του δικηγόρου, από απατεώνες που εκμεταλλεύθηκαν το προβληματικό 'σύστημα' και σας κατέστρεψαν. Πολυαγαπημένα μου παιδιά, ποτέ δεν σας εγκαταλείψω, ποτέ δεν θα σας ξεχάσω, ποτέ δεν θα αφήσω κανένα να μιλά για εσάς ακόμα και εάν περάσουν από το πτώμα μου, ακόμα και στην ύστατη στιγμή μου. Ο μπαμπάς είναι εδώ, όταν θα τον χρειαστείτε. Ο μπαμπάς δεν σας ξεχνά και μη πιστεύετε κανένα παρά μόνο τη καρδιά σας. Ο μπαμπάς σας αγαπά και σας περιμένει.
Γράμμα γιαγιάς:
Πολυαγαπημένα εγγόνια. Τι σας έκανα και δεν μου μιλάτε? Γιατί δεν έρχεστε να σας δω? Τώρα που είμαι στα στερνά μου και θέλω να σας σφίξω στην αγκαλιά μου, να σας δώσω τις τελευταίες συμβουλές ώστε ν'αντιμετωπίσετε τη ζωή με αισιοδοξία και δύναμη, με πρότυπα, με μόρφωση. Ποιός σας δηλητηρίασε και σας αποξένωσε? Θυμάστε τι ωραία περνούσαμε μαζί? Πόσο σας αγαπώ και σας σκέφτομαι? Σας χώρισας από εμένα ενώ δεν φταίτε σε τίποτα να έχετε μίσος. Δεν μπορείτε να ευτυχίσετε μέσα στο μίσος. Δεν καταλαβαίνετε τι είναι κακό και καλό επείδή χώρισαν οι γονείς σας. Θέλησαν να σας καταστρέψουν με πλύση εγκεφάλου, με γκεμπελικές μεθόδους (πες, πες, το ψέμα, γίνεται αληθινό). Οι συκοφαντίες και οι κακίες που σας πότισαν, δεν είναι προς το καλό σας και το συμφέρον σας. Προσπάθησαν μάλιστα να σας διχάσουν και να πουν οτι δεν σας αγαπώ εξίσου, ενώ γνωρίζετε πολύ καλά τον πόνο μου για εσάς. Σας βλέπω μόνο στη φωτογραφία και κλαίω. Κλαίω για την κατάντια μας, τη κατάντια σας, την κατάντια της χώρας μας που είναι ανίκανη να σας προστατεύσει και να δει το πραγματικό σας συμφέρον. Τα χρήματα δεν κάνουν τον άνθρωπο. Μοιάζετε με τον παππού σας τόσο πολύ.
Καταριέμαι τη δικαιοσύνη και τους δικαστές και εισαγγελείς που ‘χτύπησαν’ το μπαμπά σας τόσο πολύ και τον κατέστρεψαν ακούγοντας τον απατεώνα δικηγόρο της μαμάς σας που φρόντισε να πει παραμύθια ενάντια στο στήριγμά σας και τον πατέρα που σας ανέθρεψε, που σας αγάπησε όσο τίποτα στο κόσμο.
Θα είμαι πάντα ο άγγελος - βοηθός σας όπου και αν βρίσκεστε. Η γιαγιά σας.
Μανούλα μου,
Μην αφήνεις το μίσος σου να με απομακρύνει από τον μπαμπά μου.
Μη με χωρίζεις από τον πατέρα μου, τον χρειάζομαι.
Θέλω να τον βλέπω, θέλω να παίζω με τον μπαμπά μου. Θέλω να παίζουμε μπάλα, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, να κάνουμε βόλτες με το αυτοκίνητο.
Θέλω να σας έχω μαζί και τους δυο, αφού όμως δεν γίνεται, άσε με να τον βλέπω.
Μην κατηγορείς τον μπαμπά μου, μανούλα. Ξέρω, δεν είναι ο καλύτερος, αλλά για μένα είναι ο θεός μου.
Μανούλα μου,
Σε λατρεύω, το ξέρεις, αλλά μη με βάλεις να διαλέξω ανάμεσά σας. Σας αγαπάω και τους δυο. Σας αγαπάω τόσο πολύ.
Μανούλα, ξέρεις, σε προσέχω τον τελευταίο καιρό, είσαι τόσο όμορφη, αλλά όταν μιλάς για τον μπαμπά ασχημαίνεις, σε φοβάμαι μανούλα.
Μανούλα μου, ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω, αλλά άσε με να αγαπάω τον μπαμπά μου, μην μπαίνεις ανάμεσά μας.
Πονάω μανούλα, τα βράδια που με κοιμίζεις, κάνω ότι κοιμάμαι, αλλά μετά κλαίω, κλαίω βουβά για να μη μ’ ακούσεις. Κλαίω μέχρι που δεν αντέχω άλλο.
Μανούλα, ζηλεύω τους συμμαθητές μου που έχουν τον μπαμπά τους. Ντρέπομαι να πω ότι δεν βλέπω τον μπαμπά μου.
Μανούλα, προχτές ο Γιώργος πήγε με τον μπαμπά του στο λούνα Παρκ και ήθελα να πάω κι εγώ με τον μπαμπά μου και είπα στον Γιώργο ότι εμένα θα με πάει ο μπαμπάς μου αύριο. Μανούλα, θα πω ψέματα στον Γιώργο ότι πήγα με τον μπαμπά μου. Μανούλα, άρχισα να λέω ψέματα.
Μανούλα, θέλω κι εσένα και τον μπαμπά μου. Αφού δεν μπορείτε να είστε μαζί, μη με βάζετε ανάμεσά σας.
Μανούλα, σας αγαπάω τόσο, τόσο πολύ.
Μανούλα, ο μπαμπάς μου, μου λείπει.
(ΠΗΓΗ: ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ INTERNATIONAL OBSERVATORY FOR ALIENATION)
«Εχασε» τον πατέρα της στην τρυφερή ηλικία των επτά ετών. Ουσιαστικά τον ξαναβρήκε κατά την περίοδο των φοιτητικών της χρόνων. Πριν από δύο χρόνια έμειναν μαζί για περίπου έξι μήνες και από τότε έγιναν αχώριστοι. Η κυρία Ε., 30 ετών σήμερα, είναι ένα από τα χιλιάδες παιδιά στην Ελλάδα που αποξενώνονται από τον έναν γονέα όταν το ζευγάρι παίρνει διαζύγιο. Η αποξένωση, σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν είναι αποτέλεσμα της χιλιομετρικής απόστασης _ όπως πολλοί πιθανόν να πιστεύουν _ αλλά της συναισθηματικής. Ο γονιός ο οποίος αναλαμβάνει την επιμέλεια του παιδιού το απομακρύνει από τον πρώην σύζυγό του, δηλητηριάζοντας κάθε λεπτό την ευαίσθητη παιδική ψυχή του, λέγοντάς του, για παράδειγμα, ότι ο πατέρας του το εγκατέλειψε, δεν θέλει να το δει, δεν ενδιαφέρεται, ακόμη κι αν η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ίδιο το παιδί δένεται με την μητέρα, εν προκειμένω, κυρίως από ανάγκη. Δημιουργείται μια σχέση εξάρτησης μεταξύ τους. Εγκλωβίζεται σε αυτή τη σχέση και δέχεται την αλήθεια της μητέρας του κυρίως διότι φοβάται ότι αν εκφέρει διαφορετική γνώμη θα την πληγώσει και, το χειρότερο, ότι μπορεί να το εγκαταλείψει κι αυτή.
Στις περιπτώσεις αυτές η υπόθεση του διαζυγίου δεν αφορά μόνο το ζευγάρι αλλά και το ίδιο το παιδί, αφού αναγκάζεται μέσα από την «πλύση εγκεφάλου» στην οποία υποβάλλεται να ρίξει «μαύρη πέτρα» στον έτερο γονέα.
«Είμαι κι εγώ μία από τις δύσκολες περιπτώσεις αποξένωσης από τον πατέρα μου. Ήταν μια κατάσταση που διαιωνιζόταν...», λέει η κυρία E., ψυχολόγος στο επάγγελμα με μεταπτυχιακές σπουδές στην αναπτυξιακή (παιδική) ψυχοπαθολογία. Σκέφτεται ότι τα βιώματά της, ως παιδί, ήταν αυτά που μπορεί να έπαιξαν ρόλο στην επαγγελματική της επιλογή.
«Μετά το διαζύγιο των γονιών μου, εγώ τότε ήμουν επτά ετών, έμεινα με την μητέρα μου», θυμάται. «Τα πρώτα επτά χρόνια δεν ήταν ρόδινα. Υπήρχαν τσακωμοί μεταξύ των γονιών μου. Χώρισαν και άρχισε σιγά σιγά η προπαγάνδα από την πλευρά της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ήθελε και προσπαθούσε να με δει, αλλά εγώ δεν ήθελα να του μιλήσω. Η μητέρα μου μού είχε κάνει "πλύση εγκεφάλου". Μου έλεγε ότι ο πατέρας μου δεν ενδιαφερόταν για μένα κι αυτό ήταν κάτι το οποίο με πλήγωνε, διότι η σχέση που είχα με τον πατέρα μου πριν το διαζύγιο ήταν υπέροχη, αγαπησιάρικη... Πέρασα άσχημες στιγμές. Τα συναισθήματα εναλλάσσονταν. Άλλοτε, ένιωθα απόγνωση και εξάρτηση, καθώς πίστευα ότι δεν είχα αλλού να στραφώ παρά μόνο στη μητέρα μου, άλλοτε θλίψη. Όταν μου έλεγε η μητέρα μου ότι ο πατέρας μου δεν με ήθελε στεναχωριόμουν και ένιωθα ότι δεν είχα πουθενά αλλού να πάω. Ήμουν εγκλωβισμένη, έπρεπε να ακολουθήσω την επιθυμία της μητέρας μου. Αυτό συμβαίνει στα παιδιά που υφίστανται συναισθηματική κακοποίηση, διότι περί αυτού πρόκειται...».
Τα χρόνια περνούσαν και ο πατέρας της κυρίας E.συνέχιζε να προσπαθεί να τη δει, να της μιλήσει. Εκείνη όμως, ήταν ανένδοτη. «Υπήρξε και διάστημα τριών ετών κατά το οποίο δεν είδα τον μπαμπά μου παρότι ζούσε κι αυτός στην ίδια πόλη. Μου τηλεφωνούσε, κάποιες φορές πολύ συγκινημένος, εγώ όμως του το έκλεινα με απίστευτη σκληρότητα. Όλη αυτή συμπεριφορά είναι προϊόν προπαγάνδας. Το παιδί δεν γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Άλλα βλέπει, αλλά του λέει η μητέρα του. Βρίσκεται σε τρομερή συναισθηματική σύγχυση η οποία κανείς δεν ξέρει που μπορεί να το οδηγήσει».
Τελειώνει το σχολείο, με ένα πατρικό είδωλο γκρεμισμένο, και μεταβαίνει στην Αγγλία για σπουδές. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πιο ώριμη και για πρώτη φορά μακριά από τη μητέρα της, προσπαθεί να πλησιάσει σε συναισθηματικό επίπεδο τον πατέρα της. Η μητέρα της το αντιλαμβάνεται και, με τον τρόπο της, την αποκόβει. «Σε μένα οφείλεις ό,τι είσαι σήμερα. Πως μπορείς και μου γυρνάς την πλάτη», της έλεγε γεμίζοντάς της ενοχές μόνο και μόνο επειδή επιθυμούσε να μιλήσει με τον πατέρα της.
Η κυρία E. επιστρέφει στην Ελλάδα αποφασισμένη να δει τον πατέρα της. «Δεν υπήρξε κάποια αφορμή, παρά μόνο ότι μου έλειπε πολύ. Πήγα στο σπίτι του και τον είδα, μιλήσαμε, αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε... Ξαφνικά σαν να ξεκαθάρισαν όλα μέσα μου. Τα μάτια μου, τα μάτια της ψυχής μου άνοιξαν και είδα το μεγαλείο του πατέρα μου, πόσο υπέροχος άνθρωπος ήταν. Κατάλαβα ότι δεν με εγκατέλειψε, δεν ήθελε να με χάσει... Με τη μητέρα μου είχε χωρίσει, όχι μαζί μου. Μου ζήτησε να μείνουμε ένα μικρό διάστημα μαζί για να ξαναβρεθούμε ως πατέρας και κόρη. Μείναμε μαζί έξι μήνες και ήταν σαν να συνεχίσαμε τη σχέση μας εκεί που την είχαμε αφήσει πριν από 21 χρόνια. Τότε γνώρισα και όλη την οικογένειά μου από την πλευρά του πατέρα μου, τους θείους μου, τα ξαδέρφια μου. Τη γιαγιά μου όμως, δεν την πρόλαβα... Απ' όλους αυτούς τους ανθρώπους η μητέρα μου με είχε αποξενώσει, διότι ουδέποτε ήθελε σχέσεις με το σόι του πατέρα μου».
Σήμερα, ζει μόνη της, με τον πατέρα της όμως βλέπονται καθημερινά. «Δεν έχω πολλές επαφές με τη μητέρα μου, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια σύγκρουση μεταξύ μας. Ακόμη και τώρα θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο της ζωής μου. Δεν έχει καταλάβει τίποτα. Θέλει το τρομαγμένο και εξαρτημένο παιδί που ήμουν κάποτε. Δεν χαίρεται με την ευτυχία μου. Έχω καταλάβει ότι η ευχάριστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα παιδί είναι ενοχλητική για ορισμένες μητέρες. Δεν θέλουν την καλή σχέση του παιδιού τους με τον πατέρα του. Το καλό ή το κακό του παιδιού τους δεν τις αφορά. Το μόνο που θέλουν είναι να περισώσουν τον εαυτό τους...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου